- μοιρασοχάρτι
- τοέγγραφο που συντάσσεται κατά τη διανομή κληρονομιών και γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη, διανεμητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μοιρασ- τού μοιράζω + χαρτί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιραστήρι — το [μοιράζω] επίσημη έγγραφη διανομή κληρονομικών κτημάτων με συμβολαιογραφική πράξη, διανεμητήριο, μοιρασοχάρτι … Dictionary of Greek